ἐπικράτεια

ἐπικράτεια
ἐπικρᾰτ-εια, ,
A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.
2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν . S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.
3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν . . κατὰ τὴν ἐ . . . στροβοῦνται Polystr.p.22 W.;

αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8

.
II. of a country, realm, dominion,

ἄπιμεν . . ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42

, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep.349c; of a Roman province, Ph. 2.518
,583 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικρατεία — ἐπικρατείᾱ , ἐπικράτεια mastery fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείᾳ — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτεια — mastery fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικράτεια — η (AM ἐπικράτεια) [επικρατής] εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.) νεοελλ. «Συμβούλιο τής Επικρατείας» ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • επικράτεια — η 1. χώρα που υπάγεται σε ενιαία εξουσία, το κράτος, η πολιτεία. 2. «Συμβούλιο Επικρατείας», σώμα που απαρτίζεται από νομομαθείς και αποτελεί ανώτατο διοικητικό δικαστήριο και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικρατείας — ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem acc pl ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείαι — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατειῶν — ἐπικράτεια mastery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείαις — ἐπικράτεια mastery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείῃ — ἐπικράτεια mastery fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτειαι — ἐπικράτεια mastery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”